συσταζούμενος

συσταζούμενος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική ή οικονομική κατάσταση
2. σεμνός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
συσταζούμενα Ν
1. σε καλή κατάσταση
2. με σεμνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνίσταμαι, κατά το χρειαζούμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”